- οἰκοσίτου
- οἰκοσί̱του , οἰκόσιτοςtaking one's meals at homemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάνος — ο (θηλ. διάνα, η) [ινδιάνος] κοινή ονομασία τού οικόσιτου πουλιού γάλος … Dictionary of Greek